ωτίo(ν)

ωτίo(ν)
το / ὠτίον, ΝΑ [οὖς, ὠτός]
υποκορ.
1. μικρό αφτί, αφτάκι
2. μτφ. μικρή λαβή αγγείου, χερούλι
νεοελλ.
1. το κάτω άκρο τών ονύχων τής άγκυρας
2. ζωολ. (παλ. όρος)
είδος μαλακίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”